- υποστερνίζομαι
- Αβάζω κάτι κάτω από το στέρνο μου («φελλοὺς πλατεῑς ὑποστερνισάμενος καὶ τὸ σῶμα τῇ κουφότητι τοῡ ὀχἡματος παραθεμένος», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + στέρνον + κατάλ. -ίζομαι (πρβλ. περι-στερνίζομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.